πολύ-τεκνος

πολύ-τεκνος

πολύ-τεκνος, viele Kinder habend; Τηϑύς, Aesch. Prom. 137; auch ποταμοί, Suppl. 1008; Eur. Med. 557; Niobe, Antp. Sid. 43 (Plan. 133), u. sonst.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κρονότεκνος — Κρονότεκνος, ὁ (Α) ο πατέρας τού Κρόνου, ο Ουρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος, φιλό τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • εύτεκνος — η, ο (ΑΜ εὔτεκνος, ον) αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του μσν. αρχ. (για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία αρχ. 1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα 2. (για χρησμούς) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • θηλύτεκνος — θηλύτεκνος, ον (Α) αυτός που γεννά θηλυκά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + τεκνος (< τέκνο), πρβλ. ά τεκνος, πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • κρεισσότεκνος — κρεισσότεκνος, ον (Α) αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύ τεκνος, πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • μονότεκνος — η, ο (Α μονότεκνος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • ολιγότεκνος — η, ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, ον) αυτός που έχει λίγα τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • οψίτεκνος — ὀψίτεκνος, ον (Α) οψίγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτεκνος — η, ο / πολύτεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών νεοελλ. (νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία μσν. αρχ. αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκνα («πολύτεκνος… …   Dictionary of Greek

  • σπανότεκνος — ον, Α αυτός που έχει λίγα παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύτεκνος — ον, Α αυτός που επιφέρει ταχεία γέννηση τέκνων («ταχυτεχνόταται μείξεις», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • ματαιότεκνος — ματαιότεκνος, ον (Α) αυτός που έχει παράνομα, νόθα παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τέκνον (πρβλ. πολύ τεκνος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”