πολύ-σχημος

πολύ-σχημος

πολύ-σχημος, = Folgdm, χείρ, Aristaen. 1, 26.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονόσχημος — μονόσχημος, ον (Α) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο σχήμα, από μία μορφή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόσχημον η χρησιμοποίηση ενός μόνο σχήματος, μιας μορφής, ενός τύπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. πολύ σχημος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσχημος — η, ο / πολύσχημος, ον, ΝΜΑ ο ποικίλος ως προς το σχήμα ή τη μορφή, πολύμορφος («πολύσχημος χείρ», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό σχημος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”