- πολύ-στεγος
πολύ-στεγος, mit vielen Decken, Stockwerken; Strab. XVI; Schol. Eur. Phoen. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-στεγος, mit vielen Decken, Stockwerken; Strab. XVI; Schol. Eur. Phoen. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύστεγος — ον, Α αυτός που έχει πολλές στέγες, πολλά πατώματα, πολυώροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεγος (< στέγη), πρβλ. μονό στεγος] … Dictionary of Greek
υψηλόστεγος — ον, Μ ὑψερεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + στεγος (< στέγη), πρβλ. πολύ στεγος] … Dictionary of Greek
χρυσόστεγος — ον, ΜΑ (για οίκημα) αυτός που έχει χρυσή ή επιχρυσωμένη στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + στεγος (< στέγη), πρβλ. πολύ στεγος] … Dictionary of Greek
πολύκαπνος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που είναι γεμάτος από καπνό, καπνώδης («φρούρει δέ μοι μή σ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καπνός (πρβλ. δύσ καπνος)] … Dictionary of Greek
στεγάζω — ΝΜΑ [στέγη / στέγος] κατασκευάζω στέγη, καλύπτω με στέγη (α. «το κτήριο δεν έχει στεγαστεί ακόμη» β. «στεγάσαι τοὺς οἴκους οὓς ἐξωλόθρευσαν βασιλεῑς Ἰούδα», ΠΔ γ. «στεγάζειν γείσεσιν λιθίνοις», επιγρ.) νεοελλ. 1. εγκαθιστώ σε οίκημα, σε κατάλυμα… … Dictionary of Greek
στεγόσαυρος — (stegosaums). Γένος ζώων που έχει εκλείψει. Ανήκουν στην οικογένεια των Στεγοσαυριδών και είχαν πολύ μικρό κρανίο, ελάχιστο εγκέφαλο και μήκος σκελετού που έφτανε τα 9 μ. Απολιθωμένα λείψανα σ. βρέθηκαν στη Β. Αμερική και στην Οξφόρδη. * * * ο, Ν … Dictionary of Greek