- πολύ-στεπτος
πολύ-στεπτος, = Folgdm, Paul. Sil. Ambo 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-στεπτος, = Folgdm, Paul. Sil. Ambo 269.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύστεπτος — ον, Μ πολυστέφανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό στεπτος] … Dictionary of Greek