πολύ-στατος

πολύ-στατος

πολύ-στατος, viel, häufig gestellt, Philo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύστατος — ον, Α αυτός που ανεγείρεται στερεά, που στέκεται γερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στατός (< ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • αρχέστατος — ἀρχέστατος, ο (Α) ο πάρα πολύ αρχαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + στατος < ίστημι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”