πολύ-στροβος

πολύ-στροβος

πολύ-στροβος, poet. πολύστροιβος, viel umgewirbelt, Nic. Alex. 6 Ther. 310, Schol. erkl. πολυτάραχος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύστροιβος — ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. πολύστροβος, Α (για θάλασσα, ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, ταραχώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρόβος «συστροφή, περιστροφή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”