πολύ-πῡρος

πολύ-πῡρος

πολύ-πῡρος, weizenreich; Ἄργος, Il. 15, 327; Δουλίχιον, Συρίη, Od. 14, 335. 15, 406, u. öfter; u. auch bei andern Dichtern Beiwort fruchtbarer Länder, Aesch. Suppl. 750; Add. 1 (VI, 258), ἄρουρα, u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • πολύπυρος — (I) ον, Α (για εύφορες χώρες) αυτός που παράγει πολύ σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. ολιγό πυρος)]. (II) η, ο / πολύπυρος, ον, ΝΑ ο γεμάτος φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < [i]πολυ * + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. ολιγό πυρος… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κνηκόπυρος — κνηκόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ πυρος, πολύ πυρος] …   Dictionary of Greek

  • λινόπυρος — λινόπυρος, ὁ (Α) λίνο ανάμικτο με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πυρος (< πυρός «σιτάρι»), πρβλ. εύ πυρος, πολύ πυρος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόπυρος — ὁμοιόπυρος, ον (Α) αυτός που είναι όμοιος με σιτάρι («τοῑς ὁμοιοπύροις καὶ ὁμοιοκρίθοις», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + πυρός «σιτάρι» (πβλ. πολύ πυρος)] …   Dictionary of Greek

  • φερέπυρος — ον, Α αυτός που παράγει σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πυρός «σίτος» (πρβλ. πολύ πυρος)] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”