- πολύ-πνοος
πολύ-πνοος, zsgz. πολύπνους, viel oder sehr hauchend, duftend, Opp. Hal. 1, 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύ-πνοος, zsgz. πολύπνους, viel oder sehr hauchend, duftend, Opp. Hal. 1, 460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπνους — ουν και πολύπνοος, ον, Α 1. αυτός που πνέει, που φυσάει με σφοδρότητα 2. πολύ ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πνους / πνοος (< πνοή), πρβλ. ολιγό πνους / ολιγό πνοος] … Dictionary of Greek