πολύ-πειρος

πολύ-πειρος

πολύ-πειρος, vielerfahren, der viel Erfahrungen gemacht hat, sehr klug; Ar. Lys. 1109; in sp. Prosa, τὸ πολύπειρον τῶν πρεσβυτῶν, S. Emp. adv. math. 7, 323. – Adv., Schol. Theocr. 15, 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπειρος — η, ο / πρωτόπειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά επιχειρεί να κάνει κάτι 2. (κατ επέκτ.) αδέξιος, ατζαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πειρος (< πείρα), πρβλ. πολύ πειρος] …   Dictionary of Greek

  • σύμπειρος — ον, Α πολύ έμπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πειρος (< πείρα), πρβλ. έμ πειρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”