- πολυ-ΐδμων
πολυ-ΐδμων, viel wissend, Orph. Lith. 18, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ΐδμων, viel wissend, Orph. Lith. 18, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυΐδμων — ύϊδμον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γνωρίζει πολλά, πολυμαθής («πολυΐδμονες μάγοι», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἴδμων* «γνώστης» (< οἶδα), πρβλ. επι ΐδμων] … Dictionary of Greek