- πολυ-ήχητος
πολυ-ήχητος, viel od. laut tönend, Schol. Aesch. Prom. 577. S. πολυάχητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ήχητος, viel od. laut tönend, Schol. Aesch. Prom. 577. S. πολυάχητος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυήχητος — και δωρ. τ. πολυάχητος, ον, Α ο πολυηχής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ ήχητος] … Dictionary of Greek