πολυ-ήρατος

πολυ-ήρατος

πολυ-ήρατος, viel geliebt (von ἔραμαι, wie die kurze Penultima zeigt, nicht von ἀράομαι, wie es alte Erkl. wenigstens als Beiwort von Theben auffaßten, Od. 11, 275, das fluchwürdige od. fluchbeladene; doch ist kein Grund, es an dieser Stelle anders zu nehmen); übh. lieblich; γάμος, Od. 15, 126; εὐνή, 23, 354 u. öfter, wie auch Hes.; seltener als Beiwort einer Person, Hes. frg. 1, 1; Λιβύη, Orak. bei Her. 4, 159.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγήρατος — μεγήρατος, ον (Α) πολύ αγαπητός, αξιαγάπητος, επέραστος («μεγήρατα τέκνα θεάων», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγ(α) * + ήρατος (< ἐρατός < ἔραμαι), πρβλ. ευ ήρατος, πολυ ήρατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν… …   Dictionary of Greek

  • ιδήρατος — ἰδήρατος, ον (Α) ωραίος, εράσμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ (τού ιδείν, απρμφ. αορ. β τού ρ. ορώ) + ηρατος (αντί ερατος < έραμαι «αγαπώ») λόγω τής συνθέσεως, πρβλ. πολυ ήρατος] …   Dictionary of Greek

  • πολυήρατος — ον, Α 1. πολύ ερατός, πολύ αγαπητός («δῶρον... τοῦτο δίδωμι, μνῆμ Ἑλένης χειρῶν, πολυήρατον ἐς γάμον ὥρην», Ομ. Οδ.) 2. αξιέραστος, αξιαγάπητος («πολυήρατος ἤβη», Ύμν. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἐρατός (< ἔραμαι), με έκταση τού ε σε η κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”