πολυ-άνθεμος

πολυ-άνθεμος

πολυ-άνθεμος, blumenreich; Ὡραι, Pind. Ol. 13, 17; Mimnerm.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… …   Dictionary of Greek

  • πολυάνθεμος — ον, Α 1. πλούσιος σε άνθη («πολυάνθεμοι ἄρουραι», Σαπφ.) 2. διακοσμημένος με πολλά άνθη («πολυάνθεμοι μίτραι», Ανακρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνθεμον το φυτό βατράχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄνθεμον (πρβλ. ευ άνθεμος, χρυσ άνθεμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”