- πολυ-άνθραξ
πολυ-άνθραξ, ακος, ὁ, ἡ, mit vielen Kohlen, Schol. Ar. Ach. 34 nennt so die Acharner.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-άνθραξ, ακος, ὁ, ἡ, mit vielen Kohlen, Schol. Ar. Ach. 34 nennt so die Acharner.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυάνθραξ — ακος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς άνθρακες, πολλά κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄνθραξ] … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
γλυκός — ιά, ό και γλυκύ και γλυκί (AM γλυκύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει γλυκιά γεύση ή γλυκιά, ευχάριστη μυρωδιά («γλυκό κρασί», «γλυκὺ νέκταρ» «γλυκὸς οἷνος», «γλυκιά ευωδιά») 2. (για νερό) πόσιμο (αντίθ. πικρό ή αλμυρό) 3. εκείνος που δίνει ευχαρίστηση … Dictionary of Greek