- πολυ-άχυρος
πολυ-άχυρος, viel Spreu habend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-άχυρος, viel Spreu habend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άχυρο — Τα ξερά στελέχη που απομένουν μετά το αλώνισμα των δημητριακών και ειδικότερα του σιταριού. Στη γεωργία, τα ά. του σιταριού και του αραβοσίτου θεωρούνται κατάλληλα για τον σχηματισμό της στρωμνής των οικόσιτων ζώων, ενώ αντίθετα τα ά. της κριθής… … Dictionary of Greek