- πολυ-άσχολος
πολυ-άσχολος, viel od. sehr beschäftigt, μαϑηματική, Luc. Philopatr. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-άσχολος, viel od. sehr beschäftigt, μαϑηματική, Luc. Philopatr. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
περιάσχολος — ον, ΜΑ ο γεμάτος ασχολίες, πολυάσχολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἄσχολος (πρβλ. πολυ άσχολος)] … Dictionary of Greek
πολυάσχολος — η, ο / πολυάσχολος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές ασχολίες, πολλές δουλειές 2. αυτός που ασχολείται με πολλά και διάφορα πράγματα, πολυπράγμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄσχολος (πρβλ. περι άσχολος)] … Dictionary of Greek