- πολυ-άρην
(πολυ-άρην, kommt nur in cas. obliqu. vor), s. πολύαρνι u. πολύαρνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(πολυ-άρην, kommt nur in cas. obliqu. vor), s. πολύαρνι u. πολύαρνος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξαίσιος — α, ο (AM ἐξαίσιος, ον και ἐξαίσιος, α, ον) [αίσιος] 1. έξοχος, θαυμάσιος («εξαίσιο ταξίδι») 2. (επίρρ. εξαίσια και εξαισίως πάρα πολύ, πολύ ωραία, υπέροχα νεοελλ. γοητευτικός («εξαίσιο παρουσιαστικό») αρχ. μσν. εκπληκτικός, ασυνήθιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πολύαρνος — ον, Α αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολλά πρόβατα, ο πλούσιος σε ποίμνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αρνος (< ἀρήν, ἀρνός «αρνί»), πρβλ. εύ αρνος] … Dictionary of Greek