πολυ-άριθμος

πολυ-άριθμος

πολυ-άριθμος, zahlreich, vielfach, D. Sic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πρώτος αριθμός — Ονομάζεται έτσι κάθε φυσικός αριθμός, που διαιρείται με τον εαυτό του και τον 1 μόνο. Ο Ευκλείδης απέδειξε ότι οι π.α. είναι άπειροι (για κάθε π.α. υπάρχει πρώτος, μεγαλύτερός του). Η κατανομή των π.α. μέσα στο σύνολο των φυσικών αριθμών είναι… …   Dictionary of Greek

  • ισάριθμος — η, ο (ΑΜ ἰσάριθμος, ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος) ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῑς ἄστροις», Πλάτ.) αρχ. 1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο 2. επιγρ. ισόψηφος. επίρρ... ισαρίθμως και ισάριθμα (Α… …   Dictionary of Greek

  • πολυάριθμος — η, ο / πολυάριθμος, ον, ΝΜΑ ο πολύς σε αριθμό, αυτός που αποτελείται από μεγάλο πλήθος, πολυπληθής, σε αντιδιαστολή με τον ολιγάριθμο (α. «πολυάριθμο στράτευμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀριθμός (πρβλ. ισ άριθμος, ολιγ άριθμος)] …   Dictionary of Greek

  • τοσουτάριθμος — ον, Α τόσο πολυάριθμος («πλῆθος τοσουτάριθμον ἀνθρώπων», Αισχύλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < τοσοῦτος + άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. πολυ άριθμος] …   Dictionary of Greek

  • μυριάριθμος — μυριάριθμος, ον (Μ) πολυάριθμος, άπειρος, αναρίθμητος, πολυπληθέστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἀριθμός (πρβλ. πολυ άριθμος)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγάριθμος — η, ο (Μ ὀλιγάριθμος, ον) (για πλήθος) ο λίγος σε αριθμό, ευάριθμος (α. «ολιγάριθμη συγκέντρωση» 3. «ολιγάριθμο στράτευμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἀριθμός, πρβλ. πολυ άριθμος] …   Dictionary of Greek

  • τρισάριθμος — ον, ΝΑ τρείς («τρισάριθμοι μάρτυρες», Μηναί.) μσν. αυτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρία («μονάδα... φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι... τριάδα δὲ... τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος», Σωφρόν.) αρχ. αυτός που έχει αριθμηθεί… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”