- προς-επι-σπάω
προς-επι-σπάω (s. σπάω), noch dazu-, hinzuziehen, zuziehen, med., μάρτυρα προςεπισπάσασϑαι Pol. 12, 13, 3, u. Sp., wie D. Cass. 61, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-σπάω (s. σπάω), noch dazu-, hinzuziehen, zuziehen, med., μάρτυρα προςεπισπάσασϑαι Pol. 12, 13, 3, u. Sp., wie D. Cass. 61, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek
προσκαταρρήγνυμι — Α 1. διαρρηγνύω επιπροσθέτως («προσκαταρρήγνυμι τὴν ἐσθῆτα», Δίων Κάσσ.) 2. αποσπώ ή τραβώ προς τα κάτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καταρρήγνυμι «σπάω σε κομμάτια»] … Dictionary of Greek