- πολυ-λίμενος
πολυ-λίμενος, mit vielen Häfen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-λίμενος, mit vielen Häfen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
πολυλίμενος — ον, Α (για τόπο) αυτός που έχει πολλά λιμάνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λιμήν, ένος (πρβλ. ευ λίμενος)] … Dictionary of Greek