- πολυ-θάλμιος
πολυ-θάλμιος, viel nährend, Orph. H. 67, 1. Vgl. ζωϑάλμιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θάλμιος, viel nährend, Orph. H. 67, 1. Vgl. ζωϑάλμιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθάλμιος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ 2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θάλμιος (< *θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο θάλμιος, ζω θάλμιος] … Dictionary of Greek
ζωθάλμιος — ζωθάλμιος, ον (Α) αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα τής ζωής («ἄλλοτε δ ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + θαλμιος (< *θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιο θάλμιος, πολυ θάλμιος] … Dictionary of Greek