- πολυ-ομίλητος
πολυ-ομίλητος, viel Umgang od. Verkehr habend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ομίλητος, viel Umgang od. Verkehr habend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυομίλητος — ον, Μ αυτός που έχει συναναστραφεί πολύ με γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ομίλητος (< ὁμιλῶ «συνουσιάζομαι»)] … Dictionary of Greek