- πολυ-θεάμων
πολυ-θεάμων, ον, viel gesehen habend, Plat. Phaedr. 251 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θεάμων, ον, viel gesehen habend, Plat. Phaedr. 251 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθεάμων — ον, Α αυτός που έχει δει πολλά («ό δὲ ἀρτιτελὴς ὁ τῶν τότε πολυθεάμων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι), πρβλ. φιλο θεάμων] … Dictionary of Greek
φιλοθεάμων — έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. έαμον, Ν (λόγιος τ.) αυτός τού οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς… … Dictionary of Greek