- πολυ-θερής
πολυ-θερής, ές, viel weidend, = βουϑερής, Schol. Soph. Trach. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θερής, ές, viel weidend, = βουϑερής, Schol. Soph. Trach. 191.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακοθερής — κακοθερής, ές (Α) 1. κακοθέρειος* 2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα τού θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς φύσεις», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θερής (< θέρος), πρβλ. πολυ θερής] … Dictionary of Greek
πολυθερής — ές, Α (για ζώα) αυτός που τρέφει πολλούς, πολύβοσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θερής (< θέρος, τό), πρβλ. βου θερής] … Dictionary of Greek
ζαθερής — ζαθερής, ές (Α) πολύ θερμός, καυτός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη θερής, ηλιο θερής] … Dictionary of Greek