- πολυ-θρήνητος
πολυ-θρήνητος, viel beweint; Ep. ad. 651 (VII, 334); Schol. Soph. Trach. 860.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-θρήνητος, viel beweint; Ep. ad. 651 (VII, 334); Schol. Soph. Trach. 860.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυθρήνητος — η, ο / πολυθρήνητος, ον, ΝΜΑ αυτός που θρηνείται πολύ, ο άξιος μεγάλου θρήνου, πολύκλαυστος («πολυθρήνητος γενεή», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + < θρηνῶ (πρβλ. οξυ θρήνητος)] … Dictionary of Greek