- προς-επι-πλέκω
προς-επι-πλέκω, noch dazu flechten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-πλέκω, noch dazu flechten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
προσαναπλέκω — Α πλέκω προς τα πάνω κάτι επί πλέον ή εμπλέκω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναπλέκω «εμπλέκω, συμπλέκω»] … Dictionary of Greek