πολυ-μνήστωρ

πολυ-μνήστωρ

πολυ-μνήστωρ, ορος, ὁ, ἡ, = πολυμνήμων, Aesch. Suppl. 530.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυμνήστωρ — και δωρ. τ. πολυμνάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α πολυμνήμων* («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μνήστωρ «αυτός που σκέφτεται κάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”