πολυ-μέριστος

πολυ-μέριστος

πολυ-μέριστος, viel getheilt, Schol. Opp. Hal. 4, 439.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυμέριστος — ον, Α πολυσχιδής, διαιρεμένος σε πολλά μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέριστος (< μερίζω), πρβλ. ευ μέριστος] …   Dictionary of Greek

  • ημιμέριστος — ἡμιμέριστος, ον (Α) αυτός που έχει διαιρεθεί κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μεριστος (< μερίζομαι), πρβλ. α μέριστος, πολυ μέρι στος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”