- πολυ-βάδιστος
πολυ-βάδιστος, = πολύβατος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βάδιστος, = πολύβατος, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβάδιστος — ον, Α πολύβατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. ταχυ βάδιστος] … Dictionary of Greek
ταχυβάδιστος — ον, Α αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχυβάμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + βάδιστος (< βαδίζω), πρβλ. πολυ βάδιστος] … Dictionary of Greek