- πολυ-μάχητος
πολυ-μάχητος, viel od. oft bestritten, Luc. Cynic. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μάχητος, viel od. oft bestritten, Luc. Cynic. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμάχητος — ον, Α αυτός για τον οποίο γίνεται μεγάλη διαμάχη, περιμάχητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαχητός (< μάχομαι), πρβλ. δυσ μάχητος] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek