- πολυ-αλδής
πολυ-αλδής, ές, viel ernährend, Qu. Sm. 2, 658.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-αλδής, ές, viel ernährend, Qu. Sm. 2, 658.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυαλδής — ές, Α. ο πολύ θρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αλδής (< ἀλδαίνω «τρέφω, αυξάνω»), πρβλ. ευ αλδής, νε αλδής] … Dictionary of Greek
νεαλδής — και νεοαλδής, ές (Α) αυτός που μόλις έχει παραχθεί ή αυτός που πολύ πρόσφατα έχει γεννηθεί, νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αλδής (< ἀλδαίνω «αυξάνω, δυναμώνω»), πρβλ. πολυ αλδής] … Dictionary of Greek