πολυ-αλγής

πολυ-αλγής

πολυ-αλγής, ές, sehr schmerzend, Orph. H. 66, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

  • πολυαλγής — ές, Α αυτός που προξενεί πολύ πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. βαρυ αλγής] …   Dictionary of Greek

  • κρατεραλγής — κρατεραλγής, ές (Α) άτεγκτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αλγής (< ἄλγος, τό), πρβλ. πολυ αλγής, υστερ αλγής] …   Dictionary of Greek

  • υπεραλγής — ές, Α 1. αυτός που προκαλεί έντονο άλγος, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, που πονάει πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αλγής (< ἄλγος), πρβλ. ἐν αλγής, περι αλγής] …   Dictionary of Greek

  • περιαλγής — ές, ΝΜΑ αυτός που αισθάνεται μεγάλο ψυχικό πόνο, ο πολύ θλιμμένος, περίλυπος αρχ. 1. αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο 2. αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους. επίρρ... περιαλγώς / περιαλγῶς ΝΜΑ με βαθιά θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αλγής… …   Dictionary of Greek

  • διαλγής — διαλγής, ές (Α) 1. επώδυνος, θλιβερός 2. αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α) + αλγής < άλγος] …   Dictionary of Greek

  • ισχιαλγία — Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά …   Dictionary of Greek

  • παναλγής — παναλγής, ές (Α) 1. γεμάτος άλγος 2. (η αιτ. πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) παναλγέα με πολύ πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αλγής (< ἄλγος)] …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • Κροατία — I Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κροατίας Έκταση: 56.542 τ. χλμ. Πληθυσμός: 4.535.054 (2001) Πρωτεύουσα: Ζάγκρεμπ (691.724 κάτ. το 2001)Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΝΑ με τη Βοσνία Ερζεγοβίνη και το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”