- πολυ-βλαστής
πολυ-βλαστής, ές, viel, stark keimend, sprossend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βλαστής, ές, viel, stark keimend, sprossend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευβλαστής — εὐβλαστής, ές (Α) 1. (για φυτά) αυτός που βλαστάνει γρήγορα («εὐβλαστῆ σπέρματα», Θεόφρ.) 2. αυτός που συντελεί στην καλή βλάστηση («ὁ εὐκρατὴς ἀήρ... εὐβλαστὴς ὢν καὶ εὔκαρπος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βλαστής (< θ. βλαστέ , βλαστ ον,… … Dictionary of Greek
κακοβλαστής — κακοβλαστής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακῶς) + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής, πολυ βλαστής] … Dictionary of Greek
νεοβλαστής — νεοβλαστής, ές (ΑΜ) (για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα αρχ. μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυ βλαστής] … Dictionary of Greek
πολυβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια, ζωηρή βλάστηση, πολλούς βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. νεο βλαστής] … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Κοζάνης, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.562 τ. χλμ., 155.324 κάτ.) της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Α με τους νομούς Πιερίας, Ημαθίας και Πέλλης, στα Ν με τους νομούς Λαρίσης και Γρεβενών, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών και Καστοριάς και στα Β με… … Dictionary of Greek