- πολυ-βούτης
πολυ-βούτης, ὁ, reich an Rinderheerden; ἄνδρες πολύῤῥηνες, πολυβοῠται, Il. 9, 154. 296; Hes. frg. 39, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βούτης, ὁ, reich an Rinderheerden; ἄνδρες πολύῤῥηνες, πολυβοῠται, Il. 9, 154. 296; Hes. frg. 39, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυβούτης — ου, ὁ, και επικ. τ. πουλυβοώτης, Α πολύβους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βούτης «βουκόλος, βοηλάτης» (< βοῦς), πρβλ. α βούτης] … Dictionary of Greek