πολυ-μανής

πολυ-μανής

πολυ-μανής, ές, poet. πουλ., sehr rasend, Ep. ad. 8 (XII, 87).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυμανής — ές, και ιων. τ. πουλυμανής, Α ο πολύ μανιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε μάν ην), πρβλ. μονο μανής] …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρομιχάλης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών από τη Μάνη. Σύμφωνα με την παράδοση προέρχονταν από τη Θράκη, ωστόσο στα μέσα του 14ου αι. δέχτηκαν πιέσεις από τους Τούρκους και κατέφυγαν στη Μάνη, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν. Πολλά μέλη της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • κηπομανής — ές αυτός που αγαπά πολύ τους κήπους, την καλλιέργεια κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + μανής (< μαίνομαι «είμαι μανιώδης»), πρβλ. βιβλιο μανής, μυθο μανής] …   Dictionary of Greek

  • λιθομανής — λιθομανής, ές (Α) αυτός που αγαπά πολύ τους λίθους, τις λίθινες οικοδομές ή τους πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. δορι μανής, ιππο μανής] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”