- προς-επι-πνέω
προς-επι-πνέω (s. πνέω), noch dazu wehen; Plut. Sertor. 17; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-επι-πνέω (s. πνέω), noch dazu wehen; Plut. Sertor. 17; Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek