πολυ-αμάρτητος

πολυ-αμάρτητος

πολυ-αμάρτητος, sehr sündig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυαμάρτητος — ον, ΜΑ αυτός που υπέπεσε σε πολλές αμαρτίες, ο πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἁμαρτάνω (πρβλ. αν αμάρτητος, δυσ αμάρτητος)] …   Dictionary of Greek

  • πανθαμάρτητος — και πανταμάρτητος, ον, Α πάρα πολύ αμαρτωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἁμαρτάνω (πρβλ. δυσ αμάρτητος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”