- πολυ-βαθής
πολυ-βαθής, ές, sehr tief, Schol. Opp. 1, 633.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-βαθής, ές, sehr tief, Schol. Opp. 1, 633.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοβαθής — ές (Α ἰσοβαθής, ές) αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον νεοελλ. φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βαθής (< βάθος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολυβαθής — ές, ΜΑ αυτός που έχει μεγάλο βάθος («ἄβυσσον γὰρ τὸ πολυβαθές», χρησμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο βαθής] … Dictionary of Greek
μελαμβαθής — μελαμβαθής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρο βάθος, αυτός που φαίνεται πολύ σκοτεινός λόγω τού μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βαθής (< βάθος), πρβλ. αγχι βαθής] … Dictionary of Greek
τηλεβαθής — ές, Α πάρα πολύ βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βαθής (< βάθος), πρβλ. ἀγχι βαθής] … Dictionary of Greek
υψιβαθής — ές, Α πολύ βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + βαθής (< βάθος), πρβλ. ισο βαθής] … Dictionary of Greek
αμετροβαθής — ές αυτός που έχει άμετρο, ανυπολόγιστο βάθος, ο πολύ βαθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμετρος + βαθής < βάθος] … Dictionary of Greek