- πολυ-μαθημοσύνη
πολυ-μαθημοσύνη, ἡ, = πολυμάϑεια, Hippo u. Timon bei Ath. XIII, 610 b, in poet. Form πουλυμ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-μαθημοσύνη, ἡ, = πολυμάϑεια, Hippo u. Timon bei Ath. XIII, 610 b, in poet. Form πουλυμ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυμαθημοσύνη — και επικ. τ. πουλυμαθημοσύνη, ἡ, Α το να είναι κανείς πολυμαθής, πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + μαθημοσύνη (< μανθάνω)] … Dictionary of Greek