πολυ-δεής

πολυ-δεής

πολυ-δεής, ές, viel bedürfend, Max. Tyr. 21, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολιγοδεής — ὀλιγοδεής, ές (Α) 1. αυτός που έχει ανάγκη από λίγα πράγματα, ολιγαρκής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγοδεές η ανάγκη λίγων πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δεής (< δέομαι), πρβλ. πολυ δεής] …   Dictionary of Greek

  • πολυδεής — ές, Α αυτός που έχει ανάγκη από πολλά, που χρειάζεται πολλά («ἡ τοῡ σώματος χρεία πολυμερής τε οὖσα καὶ πολυδεής», Μάξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δεής (< δέω / δῶ «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. ολιγο δεής] …   Dictionary of Greek

  • καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”