πολυ-βενθής

πολυ-βενθής

πολυ-βενθής, ές, sehr tief; λιμήν, Il. 1, 432 Od. 16, 324 u. öfter; ἅλς, 4, 406; λίμνη, Ap. Rh. 4, 599.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοβενθής — θεοβενθής, ές (Μ) αυτός που έχει τον θεό στο βάθος τής καρδιάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βενθής (< βένθος «βάθος»), πρβλ. κυανο βενθής, πολυ βενθής] …   Dictionary of Greek

  • κυανοβενθής — κυανοβενθής, ές (Α) (για ποτήρι ή για θάλασσα) αυτός που έχει σκούρο κυανό βυθό ή πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + βενθής (< βένθος «βυθός»), πρβλ. πολυ βενθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυβενθής — ές, Α 1. αυτός που έχει μεγάλο βάθος, πολυβαθής* («πολυβενθὴς λίμνη», Απολλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε μεγάλο βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βενθής (< βένθος, τό «βυθός»), πρβλ. κυανο βενθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”