- πολυ-δύναμος
πολυ-δύναμος, viel vermögend, sehr mächtig, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-δύναμος, viel vermögend, sehr mächtig, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυδύναμος — η, ο / πολυδύναμος, ον, ΝΜΑ 1. πολύ δυνατός, πανίσχυρος («ἔστι σταυρὸς πολυδύναμος δύναμις», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. πολύ ικανός νεοελλ. (φαρμ.) χαρακτηρισμός εμβολίου ή ορού που έχει παρασκευαστεί από περισσότερα τού ενός στελέχη τού ίδιου βακτηρίου ή… … Dictionary of Greek
ομοδύναμος — η, ο (ΑΜ ὁμοδύναμος, ον) αυτός που έχει την ίδια δύναμη, ισοδύναμος αρχ. (για λέξη) ταυτόσημος, συνώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δύναμις (πρβλ. πολυ δύναμος)] … Dictionary of Greek
ομοιοδύναμος — ὁμοιοδύναμος, ον (Α) 1. ομοδύναμος, ισοδύναμος 2. ταυτόσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + δύναμις (πρβλ. πολυ δύναμος)] … Dictionary of Greek
πλειστοδυναμώ — έω, ΜΑ 1. έχω πολύ μεγάλη δύναμη, ισχύ, προκειμένου να κάνω κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ πλειστοδυναμοῡν το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου, η πλειονότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + δυναμῶ (< δύναμος < δύναμη)] … Dictionary of Greek