- πολυ-γᾱθής
πολυ-γᾱθής, ές, dor. = πολυγηϑής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γᾱθής, ές, dor. = πολυγηϑής, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλουτογαθής — και πλουταγαθής, ές, Α 1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη 2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + γᾱθής / γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι γαθής, πολυ γαθής] … Dictionary of Greek
φρενογηθής — ές, Α αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γηθής (< γῆθος* < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ γηθής, πλουτο γᾱθής] … Dictionary of Greek