- πολυ-ζήλωτος
πολυ-ζήλωτος, sehr beneidet, Eur. Hipp. 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-ζήλωτος, sehr beneidet, Eur. Hipp. 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυζήλωτος — και δωρ. τ. πολυζάλωτος, ον, Α 1. πολύ σεβαστός («καί μοι πολυζήλωτος ἀεὶ σὺν θεοῖσι φοιτᾷ», Ευρ.) 2. πολυθαύμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζηλωτός (< ζηλῶ), πρβλ. αξιο ζήλωτος] … Dictionary of Greek