- πολυ-κήτης
πολυ-κήτης, ες, mit vielen Seeungeheuern, großen Seefischen, Theocr. 17, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κήτης, ες, mit vielen Seeungeheuern, großen Seefischen, Theocr. 17, 98.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγακήτης — μεγακήτης, ες (Α) 1. (για τη θάλασσα) αυτός που έχει αφθονία κητών («ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.) 2. (για το δελφίνι) μεγάλος 3. (για πλοίο) ευρύχωρος («μεγακήτεϊ νηΐ μελαίνῃ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κήτης (< κῆτος… … Dictionary of Greek
πολυκήτης — ύκητες, Α (ποιητ. τ.) (για λίμνη, ποταμό, θάλασσα) αυτός που έχει πολλά κήτη («πολυκήτεα Νεῑλον ἐπεμβάς... ἐστάσατο κώμαις», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κήτης (< κῆτος, τὸ), πρβλ. μεγα κήτης] … Dictionary of Greek