- πολυ-γνώριστος
πολυ-γνώριστος, leicht zu erkennen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γνώριστος, leicht zu erkennen, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυγνώριστος — ον, Μ αυτός που αναγνωρίζεται εύκολα, ευκολογνώριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γνώριστος (< γνωρίζω), πρβλ. α γνώριστος] … Dictionary of Greek