πολυ-κάμμορος

πολυ-κάμμορος

πολυ-κάμμορος, sehr unglücklich, Ant. Sid. 50 (IX, 151).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυκάμμορος — ον, Α (ποιητ. τ.) πολύ δυστυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κάμμορος «κακόμοιρος»] …   Dictionary of Greek

  • περικάμμορος — ὁ, ἡ, Μ πολύ δυστυχής, άθλιος, αξιολύπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κάμμορος «αυτός που έχει κακή μοίρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”