- πολυ-κλήϊστος
πολυ-κλήϊστος, viel od. sehr gerühmt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-κλήϊστος, viel od. sehr gerühmt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυκλήϊστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς δεσμούς, πολλούς συνδέσμους 2. (κατ επέκτ.) στέρεος, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληϊστός, ιων. τ. τού κλειστός «κλειδωμένος, σφαλιστός»] … Dictionary of Greek