- πολυ-γλώχῑν
πολυ-γλώχῑν, ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυ-γλώχῑν, ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τανυγλώχις — ή τανυγλώχιν, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυ γλώχιν). Για το θ. τού α συνθετικού βλ, και λ.… … Dictionary of Greek
πολυγλώχιν — ὁ, ἡ, Α 1. ακιδώδης, αιχμηρός («ἀκοντίῳ πολυγλώχινι», Αππ.) 2. (για κέρατα ελαφιού) αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολυγλώχιν ἐλάφοιο κεραίη», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. τρι γλώχιν)] … Dictionary of Greek