πολυ-γηθής

πολυ-γηθής

πολυ-γηθής, ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγᾱϑής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηϑέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηϑμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελιγηθής — ές (Α μελιγηθής και δωρ. τ. μελιγαθής, ές) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μελιγηθής ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους αρχ. αυτός που είναι γλυκός και ευφραίνει σαν το μέλι.… …   Dictionary of Greek

  • περιγηθής — ές, Α πάρα πολύ χαρούμενος, περιχαρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γηθής (< γῆθος «χαρά, ευχαρίστηση»), πρβλ. πολυ γηθής] …   Dictionary of Greek

  • ευγηθής — εὐγηθής, ές και δωρ. τ. εὐγαθής, ές (Α) γεμάτος χαρά, εύθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γηθής (< γήθος), πρβλ. πολυ γηθής] …   Dictionary of Greek

  • πολυγηθής — ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, ον, Α τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γηθής / γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευ γηθής] …   Dictionary of Greek

  • φρενογηθής — ές, Α αυτός που προκαλεί χαρά, ευφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + γηθής (< γῆθος* < γηθέω «χαίρομαι»), πρβλ. πολυ γηθής, πλουτο γᾱθής] …   Dictionary of Greek

  • πλουτογαθής — και πλουταγαθής, ές, Α 1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη 2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + γᾱθής / γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι γαθής, πολυ γαθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”